φθάσιμο

φθάσιμο
το, Ν
βλ. φτάσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθάσιμο — το βλ. φτάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… …   Dictionary of Greek

  • φτάσιμο — και φθάσιμο, το, Ν άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτασ / φθασ τού αορ. έφτασ α / έ φθασ α τού ρ. φτάνω / φθάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”